συναγυρμός

συναγυρμός
συναγυρμός
bringing together
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναγυρμός — ὁ, Α βλ. συναγερμός …   Dictionary of Greek

  • συναγυρμούς — συναγυρμός bringing together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγυρμόν — συναγυρμός bringing together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • ξυναγυρμόν — συναγυρμόν , συναγυρμός bringing together masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”